πολυμετάβλητος

πολυμετάβλητος
πολυμετάβλητος
often transforming oneself
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολυμετάβλητος — ον, Μ (για τον Πρωτέα) αυτός που υφίσταται πολλές μεταβολές, που μεταβάλλεται σε πολλά διαφορετικά όντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μεταβλητός (< μεταβάλλω), πρβλ. ευ μετάβλητος] …   Dictionary of Greek

  • πολυμετάβλητοι — πολυμετάβλητος often transforming oneself masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”